Διοργάνωση Ημερίδας με θέμα: «Διαφθορά – Αυθαιρεσία και Νομιμότητα»
«Διαφθορά – Αυθαιρεσία και Νομιμότητα»
Ημερίδα με θέμα «Διαφθορά – Αυθαιρεσία και Νομιμότητα», πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2013 στο αμφιθέατρο της Γ.Α.Δ.Α.,τη δεύτερη ημέρα του 23ου Ετήσιου Τακτικού Συνεδρίου της Π.Ο.ΑΞΙ.Α.,
με συντονιστή τον δικηγόρο και Διδάκτορα Εγκληματολογίας κ. Άγγελο ΤΣΙΓΚΡΗ και εισηγητές:
Α) τον κ. ΡΑΚΙΝΤΖΗ Λέανδρο-Σωκράτη, Αρεοπαγίτη ε.τ., Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, με θεματική ενότητα «Διαφθορά και Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης»,
Β) τον κ. ΚΑΣΑΛΙΑ Ευάγγελο, Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, Α’ Αντιπρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με θεματική ενότητα «Το Δικαιϊκό Σύστημα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση της Διαφθοράς»,
Γ) τον κ. ΣΤΑΘΗ Παναγιώτη, Ταξίαρχο Ελληνικής Αστυνομίας, Διευθυντή Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, με θεματική ενότητα «Εσωτερικές Υποθέσεις και η συμβολή τους στην αντιμετώπιση της Διαφθοράς».
Την εν λόγω Ημερίδα, παρακολούθησαν πέραν των Συνέδρων, συνάδελφοι από τις υπηρεσίες της Αττικής και αντιπροσωπείες Αξιωματικών - σπουδαστών της Σχολής Εθνικής Ασφάλειας, Δοκίμων Υπαστυνόμων της Σχολής Αξιωματικών και Ανθυπαστυνόμων σπουδαστών του Τ.Ε.Μ.Α.
Εισήγηση του κ. ΡΑΚΙΝΤΖΗ Λέανδρου-Σωκράτη
Αρεοπαγίτη ε.τ., Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
“Διαφθορά και Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης”
«Η μη τήρηση της νομιμότητας πρωτίστως και η έλλειψη διαφάνειας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη κακοδιοίκηση και στη διαφθορά, τις οποίες η κοινωνία και το κράτος πρέπει να βρούν τρόπους και μέσα να καταπολεμήσουν.
Διαφθορά, σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Τράπεζας, είναι “η χρήση της δημόσιας εξουσίας για ιδιωτικά οφέλη”. Πράγματι, η διαφθορά, ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η διαπλοκή, συνίσταται στην επιρροή παράνομων συμφερόντων στις κρατικές λειτουργίες τόσο κατά το στάδιο της αποφάσεως, όσο και κατά το στάδιο της εκτελέσεως, με οικονομικό όφελος υπέρ των μεσολαβούντων ή υπέρ τρίτων, με αντίστοιχη ζημία τόσο του ευρύτερου δημόσιου τομέα όσο και της κοινωνίας συνολικά. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ούτε νέο, ούτε εγχώριο. Είναι παγκόσμιο και έχει επίπτωση στην διεθνή οικονομία, ιδιαίτερα στους λαούς των υπό ανάπτυξη χωρών.
Η διαφθορά, όμως εκτός από την οικονομική ζημία που προκαλεί, διαβρώνει υποχθόνια ευάλωτες δομές του κράτους, προκαλώντας αργά αλλά σταθερά την απαξίωση των κρατικών μηχανισμών, μεγεθύνοντας ταυτόχρονα την απογοήτευση των πολιτών και την έλλειψη εμπιστοσύνης τους προς το κράτος. Η διαφθορά εκτείνεται από τα ανώτερα μέχρι τα κατώτατα στελέχη της κρατικής ιεραρχίας και σ’ αυτή εμπλέκονται οικονομικοί παράγοντες εντός ή εκτός της επικράτειας με τεράστια συμφέροντα σε μεγάλες κρατικές προμήθειες ή ακόμη και απλοί πολίτες σε ατομικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να συντηρείται και να αναπαράγεται η αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού.
Η διαφθορά δεν αποτελεί αυτή καθ’ αυτή ποινικό αδίκημα, αλλά εμφανίζεται ως παραγωγικό αίτιο σε μια σειρά ποινικών αδικημάτων, όπως στη δωροδοκία (ενεργητική και παθητική) απάτη, υπεξαίρεση, απιστία, πλαστογραφία, παράβαση καθήκοντος, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, λαθρεμπορία, κ.λ.π.
Επανερχόμενος στην αρχή της νομιμότητας θέλω να υπενθυμίσω πως είναι η θεμελιωδέστερη αρχή του Δημοσίου Δικαίου και αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται όλο το πλαίσιο των ενεργειών, της λειτουργίας και των τομέων δράσης της Διοίκησης.
Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας η δράση της δημόσιας διοίκησης ρυθμίζεται όχι μόνο από το νόμο, όπως άλλωστε προκύπτει από την ετυμολογική επεξεργασία του όρου «νομιμότητα», αλλά από ένα σύνολο κανόνων δικαίου όπως είναι οι κανόνες του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου που έχουν άμεση εφαρμογή, οι διεθνείς συμβάσεις, οι Συνταγματικοί κανόνες, οι νομοθετικές πράξεις, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς τους κανόνες αυτούς τυπικής ισχύος.
Πέραν της μη τήρησης της νομιμότητας υπάρχουν και μερικοί γενικοί παράγοντες, οι οποίοι όταν συντρέχουν επωάζουν ή υποθάλπουν τη κακοδιοίκηση και τη διαφθορά, όπως:
α) Τα γραφειοκρατικά εμπόδια, οι πολλές αόριστες ή επάλληλες αρμοδιότητες, η ύπαρξη πολλαπλών ρυθμιστικών κανόνων πολλοί από τους οποίους θεσπίσθηκαν ad hoc,
β) Η ανέλεγκτη εξουσία που παρέχεται σε αρμόδιους για να αποφασίζουν, η οποία ενδεχόμενα ασκείται χωρίς διάκριση και λογικούς περιορισμούς πολλές φορές με μόνη την επίκληση της πολιτικής βούλησης,
γ) Η έλλειψη διαφάνειας, δηλαδή η απουσία σαφών κανόνων ή μη εφαρμογή αυτών, με αποτέλεσμα οι πολίτες και οι ΜΚΟ να μην έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον κοινωνικό έλεγχο της διοίκησης,
δ) Η έλλειψη προληπτικού ελέγχου και η βραδύτητα του κατασταλτικού ελέγχου,
ε) Η βραδύτητα περί την απονομή της δικαιοσύνης και εν πολλοίς ανεπάρκεια των Δικαστηρίων να επιβάλουν το νόμο, κυρίως στα οικονομικά εγκλήματα, όπου πολλοί διαφεύγουν δια της παραγραφής των αδικημάτων και η επιλεκτική μεταχείριση των επώνυμων με την έκδοση απαλλακτικών Βουλευμάτων αντί της απαλλαγής τους στο ακροατήριο.
στ) Η σε μεγάλο βαθμό πειθαρχική ατιμωρησία των δημοσίων υπαλλήλων, οργάνων και λειτουργών της δημόσιας διοίκησης η οποία έχει δημιουργήσει στους παρανομούντες ένα αίσθημα ασυδοσίας.
Στο σημείο αυτό θέλω να σταθώ ιδιαίτερα γιατί χωρίς την άριστη απονομή ποινικής, πολιτικής και πειθαρχικής δικαιοσύνης δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει το κράτος δικαίου. Συνεπώς η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης κ θα συντελέσει τα μέγιστα στην καλύτερη λειτουργία του κράτους δικαίου.
Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ληφθούν ορισμένα καινοτόμα μέτρα για την βελτίωση της Δικαιοσύνης, αλλά κυρίως χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας, ώστε τόσο οι δικαστές αλλά και οι υπάλληλοι όταν καλούνται να λειτουργήσουν ως πειθαρχικοί δικαστές, να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της αποστολής τους και να ξεχάσουν όλες τις άλλες ιδιότητές τους, συνδικαλιστικές, φιλικές, κομματικές και τις τυχόν οχλήσεις που τους γίνονται από διαφόρους παράγοντες.
Δυστυχώς η Δικαιοσύνη λειτουργεί ακόμη στα πλαίσια που χάραξε ο βασιλιάς Οθων, που εισήγαγε ολόκληρη την γερμανική τυπολατρεία, που δεν ταιριάζει σ’ ένα λαό απείθαρχο σαν τους Ελληνες, με αποτέλεσμα να εκτραφεί ένα νομικό σώμα, που επιζεί μέσα σε δαιδαλώδεις, πολυχρόνιες και δαπανηρές διαδικασίες, που μόνον τυχαία αποδίδει ουσιαστική δικαιοσύνη. Εάν λοιπόν δεν λυθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό το ακανθώδες αυτό ζήτημα και δεν αποδίδεται ταχεία, ουσιαστική και δίκαιη δικαιοσύνη, όλες οι προσπάθειες για την ανάπλαση του Κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης θα αποβούν επί ματαίω. Αλλωστε, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ απαιτεί δικαία δίκη, στην έννοια αυτή περιλαμβάνεται η ταχεία δίκη και η χώρα μας έχει καταδικασθεί μέχρι τώρα 407 φορές για την παραβιασή του.
Η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε ανεπαισθήτως σταδιακά και γι’ αυτό φταίνε όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται στην απονομή δικαιοσύνης.
Το πρόβλημα με την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι ότι αποκαλύπτεται πάρα πολύ δύσκολα, γιατί κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν είναι διατεθειμένο να προβεί σε αποκαλύψεις, προς αποφυγή βεβαίως και των ιδίων ευθυνών, αλλά και γιατί πολλές φορές υπάρχει είτε συγκάλυψη κρατικών λειτουργών, είτε απροθυμία των αρμοδίων οργάνων για αποτελεσματική δράση, ακόμη και έλλειψη τεχνογνωσίας των ελεγκτικών υπηρεσιών του κράτους να παρεμποδίσουν εν τη γενέσει τους αυτές τις μεθοδεύσεις.
H αδιαφάνεια και η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση και στο δημόσιο τομέα γενικότερα είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο για όλες τις χώρες, αλλά είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο πρόβλημα εκεί όπου οι δημόσιοι πόροι είναι ήδη περιορισμένοι, όπως στην παρούσα κρίσιμη φάση για την πατρίδα μας.
Ειδικότερα η διαφθορά στερεί την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες του κράτους, μειώνει τους διαθέσιμους πόρους , μειώνει την ποσότητα, την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών και αυξάνει το κόστος τους.
Η καταπολέμηση του φαινομένου της διαφθοράς, κυρίες και κύριοι, έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από διεθνείς φορείς, όπως είναι ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΟΣΑ αλλά και η Ε.Ε., στο πλαίσιο των οποίων τα κράτη έχουν συνάψει συμβάσεις με στόχο την ενοποίηση των εθνικών πρακτικών και των μεθόδων δράσης τους. Η ίδρυση ειδικευμένων ελεγκτικών υπηρεσιών και σωμάτων, με αποκλειστική αποστολή την καταπολέμηση της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης θεωρείται απαραίτητο θεσμικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Ιδιαίτερη σημασία για το πρόγραμμα υλοποίησης ενιαίας πολιτικής κατά της διαφθοράς και κοινής προσπάθειας για την αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης αποκτούν οι μηχανισμοί παρακολούθησης που λειτουργούν στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών. Σημαντικό μηχανισμό παρακολούθησης της διαφθοράς αποτελεί η ομάδα κρατών GRECO (Group of States against Corruption) η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα. Η δημιουργία του θεσμού του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης εντάσσεται στη σύσταση της GRECO για την ίδρυση ενός ειδικού ανεξάρτητου ελεγκτικού οργάνου, με επαρκή νομιμοποίηση και εξουσία, ώστε να μπορεί να εποπτεύει την υλοποίηση του εθνικού στρατηγικού προγράμματος δράσης κατά της διαφθοράς και να συντονίζει τη δράση των επιμέρους μηχανισμών του.
Στην Ελλάδα έχουν ιδρυθεί Σώματα και Υπηρεσίες επιθεώρησης & ελέγχου της δράσης των φορέων του δημόσιου τομέα, με άμεσο ή έμμεσο στόχο τον έλεγχο της διοικητικής δράσης. Όμως δεν είχε προβλεφθεί η δυνατότητα συντονισμού της δράσης τους, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητά τους από ένα όργανο που θα έχει σαν κύριο έργο την πρόληψη και την καταστολή των φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς.
Η θεσμοθέτηση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης καλύπτει την ανάγκη αυτή, ανταποκρίνεται στις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας και αποτελεί μηχανισμό ελέγχου της δημόσιας διοίκησης και συντονιστικό όργανο της εθνικής πολιτικής για τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα και της δράσης των επιμέρους Ελεγκτικών Σωμάτων και των Υπηρεσιών Επιθεώρησης και Ελέγχου της δημόσιας διοίκησης.
Σε συνεργασία του ΓΕΔΔ με άλλους φορείς καταπολέμησης της διαφθοράς της χώρας και με την Ομάδα Δράσης της ΕΕ για την Ελλάδα (Task Force Greece) καταρτίστηκε ένας νέος οδικός χάρτης για την καταπολέμηση της διαφθοράς που αποτυπώνει τη διαφθορά στο δημόσιο και προτείνει λύσεις. Βάσει του οδικού χάρτη συστάθηκε θέση Εθνικού Συντονιστή κατά της Διαφθοράς, στην οποία τοποθετήθηκε ήδη ο κ. Τέντες, με τον οποίον έχουμε συνεχή συνεργασία. Ο οδικός χάρτης στόχο έχει την συνολική αποτύπωση του φαινομένου της διαφθοράς και έχει ενσωματώσει πολλές από τις πάγιες προτάσεις του ΓΕΔΔ. Ενδεικτικά αναφέρω τη βελτίωση και την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου καταπολέμησης της διαφθοράς, τη βελτίωση του συντονισμού των φορέων καταπολέμησης της διαφθοράς, τη δημιουργία μιας συνολικής στρατηγικής κατά της διαφθοράς σε εθνικό επίπεδο, την καλλιέργεια μίας κουλτούρας ανεξάρτητου εσωτερικού ελέγχου στους φορείς του δημοσίου, καθώς και την οικοδόμηση ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού δικτύου κατά της διαφθοράς.
Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης προεδρεύει του Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου (ΣΟΕΕ) στο οποίο μετέχουν οι επικεφαλής των ελεγκτικών σωμάτων και υπηρεσιών.
Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης συνεργάζεται με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Διεθνών Οργανισμών, όπως του ΟΟΣΑ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, των Ηνωμένων Εθνών και άλλων, με σκοπό τη μεταφορά τεχνογνωσίας και τη συμμετοχή σε δράσεις και προγράμματα ελέγχου της διαφθοράς και κακοδιοίκησης.
Αποστολή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης είναι:
• η διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της διοίκησης,
• η παρακολούθηση και η αξιολόγηση του έργου των ελεγκτικών σωμάτων της δημόσιας διοίκησης και
• ο εντοπισμός των φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης.
Προς εκπλήρωση των αποστολών αυτών, ο νόμος χορήγησε στον ΓΕΔΔ τις εξής αρμοδιότητες:
• Να δίδει εντολή διενέργειας επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ και στα υπόλοιπα ελεγκτικά σώματα και υπηρεσίες του δημόσιου τομέα.
• Να προβαίνει σε παρακολούθηση της δράσης των σωμάτων και των υπηρεσιών επιθεώρησης και ελέγχου, ιδίως της πορείας των διενεργούμενων ελέγχων.
• Να αξιολογεί το έργο των σωμάτων επιθεώρησης και ελέγχου με βάση σχετικό προεδρικό διάταγμα.
• Να διεξάγει αυτεπάγγελτα ελέγχους, επανελέγχους, επιθεωρήσεις και έρευνες στον δημόσιο τομέα.
• Να ελέγχει καταγγελίες που υποβάλλονται στο Γραφείο του σχετικά με φαινόμενα κακοδιοίκησης στους φορείς του δημοσίου τομέα και στα ειδικά σώματα ελέγχου και επιθεώρησης.
• Να διεξάγει ένορκη διοικητική εξέταση.
• Να ασκεί πειθαρχική δίωξη ή να λαμβάνει άλλα διοικητικά μέτρα.
• Να παραπέμπει υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση πειθαρχικού οργάνου στο αμέσως ανώτερο πειθαρχικό όργανο, με άσκηση των προβλεπομένων από το νόμο ένδικων μέσων.
• Να ελέγχει τις ετήσιες δηλώσεις οικονομικής κατάστασης («πόθεν έσχες») όλων των μελών των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου.
• Να εντέλλεται την άρση του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου.
Με το άρθρο 12 ν. 3320/2005 ορίζεται:
Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών και ο γραμματέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούνται να ανακοινώνουν στο Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ο μεν πρώτος την ποινική δίωξη, που ασκείται με κάθε μορφή συμμετοχής κατά υπαλλήλου του δημόσιου τομέα για εγκλήματα περί την υπηρεσία, περί τα υπομνήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά περιουσιακών δικαιωμάτων που στρέφονται κατά του Δημοσίου και των ως άνω φορέων, ο δε δεύτερος τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες, επίσης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις κατά των ως άνω προσώπων και για τις αξιόποινες αυτές πράξεις. Η διάταξη αυτή είναι πολύ σημαντική διότι με την πάροδο του χρόνου θα δημιουργηθεί μία κεντρική τράπεζα πληροφοριών για την ποινική κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία λειτούργησε ικανοποιητικά για την ανεύρεση των επίορκων υπαλλήλων και διότι με την παρουσία του δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία θα επιτευχθεί η καλύτερη προάσπιση των δικαιωμάτων του δημοσίου.
• Επίσης, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δημόσιο ή από τους φορείς της προηγούμενης παραγράφου με υποχρέωση συμμόρφωσης των τελευταίων:
1) να παρίστανται κατά την προδικασία και την κύρια ακροαματική διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τις ως άνω αξιόποινες πράξεις του υπαλλήλου,
2) να ασκούν υπό την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος όλα τα παρεχόμενα σε αυτούς ένδικα μέσα κατά αποφάσεων ή βουλευμάτων,
3) να ζητούν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα υπό την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκήσει τα παρεχόμενα σε αυτόν ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, καθώς και την επίσπευση της ποινικής διαδικασίας και την κατά προτίμηση εκδίκαση των υποθέσεων.
Το πεδίο δράσης του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης περιλαμβάνει το Δημόσιο τομέα όπως προσδιορίζεται στο ν.3074/2002. Η δράση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ξεκινά είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από καταγγελίες φυσικών ή νομικών προσώπων, είτε με αφορμή πόρισμα ή έκθεση επιθεώρησης ελέγχου των ιδιαίτερων σωμάτων ελέγχου και επιθεώρησης της δημόσιας διοίκησης. Οι μορφές δράσης του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης δεν περιγράφονται περιοριστικά στο νόμο, αλλά κατά διακριτική του ευχέρεια, ανάλογα με την περίπτωση, επιλέγει το κατάλληλο μέσο αποτελεσματικής εκπλήρωσης της αποστολής του.
Επίσης, ο νομοθέτης έχει παράσχει στο Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης σημαντικές ελεγκτικές και πειθαρχικές αρμοδιότητες.
Ειδικότερα με τη συμμετοχή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στη πειθαρχική διαδικασία εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη απονομή του πειθαρχικού δικαίου και ο περιορισμός της πιθανότητας μη επιβολής της πρέπουσας πειθαρχικής ποινής ή της ατιμωρησίας των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης που έχουν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα.
Η διασφάλιση της απονομής πειθαρχικού δικαίου αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Επίσης, μέσω της πειθαρχικής δικαιοδοσίας του ΓΕΔΔ, καθίσταται ευκολότερος ο συσχετισμός των διαπιστώσεων των πορισμάτων και των εκθέσεων επιθεώρησης και ελέγχου για την τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων με την πειθαρχική διαδικασία και τις πειθαρχικές αποφάσεις των οικείων πειθαρχικών οργάνων άρα και με την πειθαρχική τιμωρία τους. Ο συσχετισμός αυτός καθίσταται απαραίτητος για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 3 του Ν.3345/05, σύμφωνα με την οποία όταν στα πορίσματα και εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου διαπιστώνεται η τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατ’ αυτών.
Ο Γενικός Επιθεωρητής τέλος έχει υποχρέωση να διαγνώσκει και να προτείνει στο Κοινοβούλιο και την Κυβέρνηση νομοθετικές και οργανωτικές προτάσεις για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της διοίκησης και των ακολουθούμενων διαδικασιών. Οι αρμοδιότητές του δεν είναι μόνο κατασταλτικές, αλλά και προληπτικές με την έννοια των παρεμβάσεων προς τη Διοίκηση για τη λήψη διοικητικών μέτρων και προς την Κυβέρνηση για νομοθετικές ρυθμίσεις με στόχο την απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας και την καταπολέμηση των φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης που έχουν διαπιστωθεί μέσω πορισμάτων προς τους αρμόδιους φορείς και της ετήσιας έκθεσής του, που υποβάλλεται στον Πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Βουλής, κοινοποιείται στους Υπουργούς και αναρτάται στο Διαδίκτυο.
Για την καταπολέμηση της διαφθοράς, κυρίες και κύριοι, απαιτείται πολιτική πρωτοβουλία και συντονισμένη δράση.
Τα ενδεδειγμένα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν πρέπει να έχουν τρεις στόχους: Πρόληψη, καταστολή και εκπαίδευση των πολιτών.
Όσον αφορά την πρόληψη τα μέτρα πρέπει να στοχεύουν στην αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, στην απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στη διαφάνεια της δράσης της δημόσιας διοίκησης και στην αξιοκρατική επιλογή του προσωπικού, με κριτήριο την ακεραιότητα, την παιδεία και την προθυμία της προσφοράς. Για την κινητοποίηση, όμως, του λανθάνοντος δυναμισμού των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει εκτός των κινήτρων, οι επί κεφαλής να δίνουν το παράδειγμα της προσπάθειας και της επαγγελματικής αφοσίωσης.
Μόνο με τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών μπορεί ο αγώνας αυτός να έχει αίσια αποτελέσματα. Η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών πρέπει να βασίζεται στις εξής αρχές:
α)Μελέτη και θέσπιση κατάλληλου συστήματος ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, στελεχωμένο με ικανότατους επιθεωρητές, που να ενεργούν με πλήρη ανεξαρτησία και συνείδηση της αποστολής τους,
β)Αξιολόγηση των υπαρχόντων συστημάτων ελέγχου από την άποψη του κόστους- οφέλους και επιλογή του πλέον αποτελεσματικού τρόπου ελέγχου με ενοποίηση των διάφορων ελεγκτικών μηχανισμών και την ανεξαρτητοποίησή του από τα Υπουργεία στα οποία υπάγονται οργανικά.
γ) Ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και ανταλλαγή τεχνογνωσίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη βελτίωση των συστημάτων διοίκησης με άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές οικονομίες που αντιμετώπισαν παρόμοιας φύσεως προβλήματα.
Όσον αφορά την καταστολή των φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης πρέπει να λειτουργούν αποτελεσματικά και γρήγορα οι ελεγκτικοί, διωκτικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί, με την γρήγορη, αποτελεσματική και αξιόπιστη απόδοση της δικαιοσύνης.
Η συντριπτική μερίδα της κοινής γνώμης εκφράζει την άποψη ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής. Η άποψη αυτή, με την οποία σε μεγάλο βαθμό συντάσσομαι, στηρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι οι ρυθμοί λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εποχής μας ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν τηρείται η νομιμότητα.
Επιπροσθέτως η ατιμωρησία των δημοσίων υπαλλήλων στις περιπτώσεις των πειθαρχικών και ποινικών παραβάσεων έχει απογοητεύσει τους πολίτες και τους έχει αποθαρρύνει να προβαίνουν σε καταγγελίες, γιατί πιστεύουν ότι τελικά κανένας δεν θα τιμωρηθεί.
Σαφώς, πολλοί συμπολίτες μας έχουν ταλαιπωρηθεί κατά την επαφή τους με το Δημόσιο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το όλο οικοδόμημα της δημόσιας διοίκησης πάσχει, είναι όμως δεδομένο ότι η Δημόσια Διοίκηση θα μπορούσε να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά και διάφανα και να αποδώσει στο έργο που της ζητεί ο λαός και για το οποίο υποβάλλεται σε τόσες οικονομικές θυσίες εφόσον παγιωθούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές όπως:
1.η επαναφορά του κωλύματος εντοπιότητας για υπαλλήλους ή λειτουργούς σε κρίσιμους ή ιδιαίτερους τομείς του κράτους όπως δικαιοσύνη, αστυνομία, λιμενικό σώμα, εφορία/κτηματικές υπηρεσίες, πολεοδομία κ.λ.π.,
2.η κατανομή των αρμοδιοτήτων και του ανθρώπινου δυναμικού ανά φορέα ή υπηρεσία σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες και με ορθολογικά κριτήρια (νέα οργανογράμματα με οργανωτική ανάπτυξη που περιλαμβάνει σχεδιασμό θέσεων εργασίας) και όχι συνωστισμός σε ορισμένες καλύτερα αμειβόμενες με διάφορες μεθόδου π.χ. μετατάξεις, αποσπάσεις κλπ.,
3.η θέσπιση εσωτερικής κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού με εναλλαγή στις θέσεις ευθύνης,
4.η ιδιωτικοποίηση εκείνων των τομέων του Δημοσίου, που δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο αυτού ως imperium και fiscus χωρίς όμως το κράτος να απολέσει σε καμία περίπτωση τον ελεγκτικό ή ρυθμιστικό του ρόλο,
5.η ουσιαστική αξιολόγηση των δημοσίων φορέων και του ανθρώπινου δυναμικού τους βάσει στόχων που θα τεθούν ως μέρος των στρατηγικών προγραμμάτων που θα καταρτιστούν,
6.η μείωση της γραφειοκρατίας με την συνεχή απλούστευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών,
7.η συνεχής ενίσχυση της διαφάνειας της διοικητικής δράσης, ήδη το πρόγραμμα Διαύγεια λειτουργεί ικανοποιητικά,
8.ο αυτοπεριορισμός των συνδικαλιστών στα αμιγώς συνδικαλιστικά τους καθήκοντα,
9.η ενίσχυση των μηχανισμών και συστημάτων ελέγχου και αυτοελέγχου τόσο στην κεντρική όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση,
10.η παροχή κινήτρων στους πραγματικά άξιους υπαλλήλους και προσπάθεια για περισσότερη υπευθυνότητα εκ μέρους των προϊσταμένων κατά την σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησής τους, διότι εμφανίζεται το φαινόμενο όλοι σχεδόν οι υπάλληλοι να έχουν βαθμολογηθεί ως άριστοι με συνέπεια τα υπηρεσιακά συμβούλια να αδυνατούν να επιλέξουν του πραγματικά αρίστους και οι αποφάσεις τους να ακυρώνονται από τα διοικητικά δικαστήρια,
11.οι υπηρεσιακώς προϊστάμενοι να ασκούν τις αρμοδιότητές τους ως μονομελή πειθαρχικά όργανα, αντί να παραπέμπουν τις υποθέσεις στα πειθαρχικά συμβούλια,
12.κατά την προαγωγή τους, οι υπάλληλοι να τοποθετούνται σε άλλη υπηρεσία, διότι πολλές φορές αδυνατούν να επιβληθούν σε πρώην ισόβαθμους συναδέλφους.
Πιστεύω, ότι με την λήψη των διαρθρωτικών μέτρων, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, την σωστή λειτουργία των θεσμών και την ταχεία απόδοση της Δικαιοσύνης θα μπορέσουμε να περιορίσομε δραστικά τα φαινόμενα της διαφθοράς.»
Εισήγηση του κ. ΚΑΣΑΛΙΑ Ευάγγελου
Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς
Α’ Αντιπροέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
“Το Δικαιϊκό Σύστημα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση της Διαφθοράς”
«ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ
Είναι γνωστό ότι, σήμερα, εκτός της σοβαρής οικονομικής κρίσης που μαστίζει την Χώρα, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό κοινωνική κρίση που δεν συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση.
Η κοινωνική κρίση είναι βαθύτερη της οικονομικής και έχει παγιοποιηθεί από τα προηγούμενα της οικονομικής κρίσης χρόνια και σχετίζεται με την διαφθορά.
Είναι επίσης γνωστό από πολλά χρόνια, οι επισημάνσεις του Οργανισμού, Διεθνής Διαφάνεια, για την ανάπτυξη της διαφθοράς στην Ελλάδα, που την κατατάσσει πλέον το έτος 2013, στις Χώρες με τον υψηλότερο δείκτη διαφθοράς, στην Ευρωπαική Ενωση, δεδομένου ότι καταλαμβάνει την 94η θέση μεταξύ 176 Χωρών.
Από τα πορίσματα του Οργανισμού αυτού, διαφαίνεται ως βασική αιτία της ανάπτυξης της διαφθοράς, το γεγονός ότι αξιωματούχοι και κρατικοί υπάλληλοι στην Χώρα μας, ενεργούν χωρίς διαφάνεια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας, ενώ ο πειθαρχικός ή ποινικός έλεγχος των παραβατών αυτών, καταλαμβάνει μικρό ποσοστό των περιπτώσεων, που το έτος 2010 ήταν 2%. Επίσης, διαφαίνεται στα πορίσματα αυτά, ότι η ένταση των σκανδάλων διαφθοράς μεταξύ αξιωματούχων του κράτους και του ιδιωτικού τομέα, έχει δημιουργήσει στο μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών την απαξίωση και την δυσπιστία στον δημόσιο τομέα.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναρωτηθούμε για την έννοια της διαφθοράς. Σύμφωνα με τον καθηγητή της νομικής Ιωάννη Μανωλεδάκη, διαφθορά δεν είναι μόνο η δωροδοκία και οι σχετικές πρακτικές της, αλλά είναι ευρύτερη έννοια, που περιέχει την παράβαση των νόμων και των αρχών της χρηστής διοίκησης, την επίδειξη εύνοιας σε κάποιους σε βάρος άλλων, ο εθισμός των ασκούντων οποιασδήποτε μορφής εξουσίας στην υπέρβαση των ορίων της και η ηδονή της εξουσίας που συνεπάγεται αυτή την υπέρβαση. Ευνοικοί όροι για την ανάπτυξη της διαφθοράς μεταξύ των άλλων είναι:
_η έλλειψη κυβερνητικής διαφάνειας, η περιφρόνηση στην άσκηση της ελευθερίας του λόγου,
_η έλλειψη έγκαιρης οικονομικής διαχείρισης,
_η έλλειψη πολιτικά σκεπτόμενης κοινωνίας που ελέγχει και κρίνει την κυβέρνηση,
_η έλλειψη αντικειμενικής αξιολόγησης της εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων,
_η ύπαρξη κακοπληρωμένων δημόσιων υπαλλήλων,
_η ύπαρξη πολλών και πολύπλοκων κανονισμών στον δημόσιο τομέα που αυξάνει τις ευκαιρίες δωροδοκίας,
_η ύπαρξη κλειστών κοινωνικών ομάδων που αποσκοπούν στο ίδιον συμφέρον,
_η ύπαρξη κοινωνίας με έλλειμμα εκπαίδευσης, όπου η προσωπικότητα εκτιμάται περισσότερο από τα άλλα χαρακτηριστικά.
Η Διεθνής Διαφάνεια, για το παγκόσμιο βαρόμετρο διαφθοράς του έτους 2013, χρησιμοποίησε δείγμα 114.000 ανθρώπων από 107 χώρες και έθεσε σ’ αυτούς ερωτήματα, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα, ποίοι θεσμοί στην χώρας τους θεωρούνται περισσότερο διαφθαρμένοι. Αποτέλεσμα της έρευνας αυτής ήταν η διαπίστωση ότι στην κορυφή της παγκόσμιας διαφθοράς βρίσκονται οι πολιτικοί και η αστυνομία, ενώ ακολουθούν οι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, το κοινοβούλιο και η δικαστική εξουσία. Γίνεται αντιληπτό ότι αυτή την κατάσταση, θα πρέπει να ανατραπεί, με την ενίσχυση νομοθετικών μέτρων και των δυνατοτήτων των διωκτικών αρχών προκειμένου να ανατραπεί η εικόνα της διαφθοράς και της κοινωνικής σήψης, να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη, να προστατευθεί το δημοκρατικό πολίτευμα της Χώρας και να λειτουργήσει η οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, χωρίς διαστρεβλώσεις και γκρίζες ζώνες διαφθοράς.
Μεταξύ των μέτρων που πρέπει να αναληφθούν για την αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Χώρας μας είναι:
_η διαφάνεια στα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων, των πολιτικών, των αξιωματούχων του κράτους και των λοιπών εκπροσώπων του δημόσιου τομέα, αλλά και ο διαρκής αγώνας για την εμπέδωση της διαφάνειας στον δημόσιο βίο, με τον συνεχή έλεγχο των αρμοδίων οργάνων. Επίσης, θα πρέπει να καταργηθεί ο υφιστάμενος νόμος περί ευθύνης υπουργών και να περιορισθεί η ασυλία βουλευτών, ούτως ώστε να μη υφίσταται διαφορετική αντιμετώπιση από τον οποιοδήποτε πολίτη, όσον αφορά την διάπραξη οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του Δημοσίου.
_η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων με βάση αντικειμενικά κριτήρια και όχι πελατειακά ή κομματικά κριτήρια, ως και η απομάκρυνση από τις θέσεις τους, όσων αποδεδειγμένα εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους για ίδιον όφελος. Βασικό στοιχείο, μεταξύ των άλλων, της νομιμότητας αξιολόγησης, είναι η ταχύτητα διενέργειας των σχετικών διαδικασιών, προκειμένου να αποτραπούν φαινόμενα αυθαιρεσιών. Οσον αφορά τις πειθαρχικές ή ποινικές διαδικασίες για την απομάκρυνση αυτών που εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους για προσωπικό όφελος, αυτές επίσης θα πρέπει να γίνονται στον ταχύτερο δυνατό χρόνο, προκειμένου να αποκαθίσταται σύντομα η λειτουργία του κράτους από την αυθαιρεσία τους.
_η μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, η επέκταση της μηχανοργάνωσης σ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, η επίτευξη ηλεκτρονικής σύνδεσης μεταξύ τους και η αυστηρή τήρηση σειράς προτεραιότητας στην διεκπεραίωση των υποθέσεων των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες.
Με τον Νόμο 3560/2007, κυρώθηκε και εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα, η Σύμβαση ποινικού δικαίου και το πρόσθετο σ’ αυτή πρωτόκολλο που υπογράφηκαν στο Στρασβούργο κατά τα έτη 1999 και 2003 και μεταξύ των μέτρων που θα έπρεπε να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο ήσαν, μέτρα για την ενεργητική και παθητική δωροδοκία εθνικών δημόσιων λειτουργών, μέτρα για την δωροδοκία εθνικών δημόσιων συνελεύσεων, μέτρα για την δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών, μέτρα για την δωροδοκία μελών αλλοδαπών δημόσιων συνελεύσεων, μέτρα για την ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, μέτρα για την δωροδοκία λειτουργών διεθνών οργανισμών, μελών διεθνών κοινοβουλευτικών συνελεύσεων, δικαστών και λειτουργών διεθνών δικαστηρίων, ως και μέτρα σχετικά με την προσφορά για την άσκηση επιρροής, για τα λογιστικά αδικήματα και για το ξέπλυμα εσόδων από αδικήματα διαφθοράς. Επίσης, ορίσθηκε η Ομάδα Κρατών κατά της διαφθοράς, που ονομάζεται GRECO για την παρακολούθηση της εφαρμογής της σύμβασης από τα συμβαλλόμενα Κράτη, όπως ορίσθηκε και ο τρόπος δικαστικής συνεργασίας σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή και την έκδοση μεταξύ των συμβαλλομένων Κρατών. Τέλος, με το πρωτόκολλο ορίσθηκαν τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο σχετικά με την ενεργητική και παθητική δωροδοκία των εθνικών και αλλοδαπών διαιτητών και την δωροδοκία των εθνικών και αλλοδαπών ενόρκων.
Με τον Νόμο 3666/2008 κυρώθηκε και εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, που υπογράφηκε στην Ν.Υόρκη το έτος 2003, όπου ορίσθηκαν προληπτικά και κατασταλτικά ποινικά μέτρα, ως και μέτρα διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Σύμφωνα με την από το έτος 2012 έκθεση της Ομάδας Κρατών κατά της διαφθοράς, η Ελλάδα τέθηκε σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης μέχρι τέλος του έτους, καθ’ όσον παρουσίαζε πλήρη ανεπάρκεια στον τομέα πάταξης της διαφθοράς στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και στην διασφάλιση της διαφάνειας στην χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων και εφαρμόσθηκε μόνον μία από τις 27 συστάσεις που είχε απευθύνει η Ομάδα αυτή. Στην έκθεση αυτή, πλην των άλλων, αναφέρεται η αδυναμία συμμόρφωσης της Ελλάδας, για την υφιστάμενη προθεσμία παραγραφής, σχετικά με την άσκηση ποινικών διώξεων σε μέλη και πρώην μέλη ελληνικών κυβερνήσεων, που κατηγορούνται για διαφθορά, την έλλειψη νομοθεσίας, σχετικά με την διαφάνεια στην χρηματοδότηση πολιτικών, υποψηφίων βουλευτών και πολιτικών κομμάτων, την έλλειψη νομοθεσίας κατά της διαφθοράς, για τα μέλη εθνικών, αλλοδαπών και διεθνών επιτροπών, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ως επίσης εντοπίζεται η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της δημόσιας διοίκησης και η υπερβολική βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης.
Στις 2-1-2013 καταρτίσθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά της Διαφθοράς και στην συνέχεια, σύμφωνα με τα άρθρα 68, 69 και 70 του Νόμου 4139/2013 τροποποιήθηκαν τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα σχετικά με την παθητική, ενεργητική δωροδοκία και την δωροδοκία δικαστή και τιμωρούνται κακουργηματικά οι πράξεις αυτές, εφ’ όσον η αξία των δώρων ή των ωφελημάτων υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, ενώ και στα πλημμελήματα καθιερώνεται η υποχρεωτικότητα χρηματικής ποινής που δεν είναι κατώτερη των 10.000 ευρώ και ανώτερη των 150.000 ευρώ.
Κοινή ελπίδα όλων είναι, με νέα νομοθετήματα που θα συμμορφώνονται στις διεθνείς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, σχετικά με την πάταξη της διαφθοράς και την πιστή εφαρμογή αυτών, περιορισθεί το φαινόμενο της αυξημένης διαφθοράς στην Ελλάδα που ζημιώνει σοβαρά την οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών και φθείρει το κράτος δικαίου και την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.»
Εισήγηση του Ταξίαρχου ΕΛ.ΑΣ. κ. ΣΤΑΘΗ Παναγιώτη
Διευθυντή Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων.
“Εσωτερικές Υποθέσεις και η συμβολή τους στην αντιμετώπιση της Διαφθοράς”
Εισαγωγή
«Η διαφθορά συνδέεται στενά και αφορά το οικονομικό και το οργανωμένο έγκλημα που αποτελεί μια από τις πλέον σοβαρές απειλές της σύγχρονης κοινωνίας και των δημοκρατικών θεσμών.
Αναφέρεται δηλαδή στις περιπτώσεις που η εγκληματική δραστηριότητα αποτελεί τη σταθερή ή και αποκλειστική επιδίωξη μιας ιεραρχικά διαρθρωμένης ομάδας με την οποία διαβρώνεται ο κρατικός μηχανισμός και διευκολύνεται ο σκοπός της επίτευξης μεγάλης έκτασης πλουτισμού από εγκληματικές οργανώσεις "Επιχειρηματικού Χαρακτήρα".
Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η διαφθορά αποτελεί βασικό μέσο διάπραξης του οργανωμένου) εγκλήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα τελευταία χρόνια, η μάχη κατά (του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς έγινε αντικείμενο αυξημένου διεθνούς ενδιαφέροντος και προοδευτικά έφθασε στην κορυφή του παγκόσμιου ενδιαφέροντος (top of the international agenda) Υπολογίζεται ότι ποσοστό 2-5% του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος αφορά το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (money laundering) και 30% των προσόδων του Ο.Ε. προσδιορίζεται για δωροδοκία κρατικών οργάνων. .Ο ετήσιος τζίρος της διαφθοράς στην Ελλάδα ξεπερνά τα πέντε (5) δις ευρώ. . Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, εντοπίζει ότι οι (παράνομοι) τομείς των ναρκωτικών, της πορνείας, της λαθρεμπορίας ποτών και τσιγάρων και παρανόμων παιγνίων, συμμετέχουν στο ΑΕΠ κατά 0,7% (δηλ. περίπου τετρακόσια (400) εκατομμύρια ευρώ).
Η πρώτη-στενότερη τάση προσέγγισης της έννοιας της διαφθοράς (διαφθορά stricto sensu) έχει ως σημείο αναφοράς την εννοιολογική της ταύτιση με την δωροδοκία, παρ΄ ότι η ειδική ποινική υπόσταση της συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς (δωροδότης – δωρολήπτης), δεν ενυλώνει απόλυτα την κοινωνική απαξία του φαινομένου ούτε αποσαφηνίζει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό από τη πράξη όπως λ.χ. την καλή διακυβέρνηση, τον υγιή ανταγωνισμό, την σταθερότητα των συναλλαγών, την αντικειμενικότητα της διοίκησης.
Η δεύτερη εννοιολογική προσέγγιση, την οποία φαίνεται να υιοθετεί η βιβλιογραφία, είναι ευρύτερη (διαφθορά lato sensu) και αντιμετωπίζει τη διαφθορά κατά κύριο λόγο ως κατάχρηση δημόσιας εξουσίας χάριν του ιδιωτικού οφέλους.
Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς (United Nations Convention against Corruption)/2003, που έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική Έννομη τάξη με το ν. 3666/2008, δίνει στα προληπτικά μέσα κατά της διαφθοράς ιδιαίτερη σημασία και τα περιλαμβάνει στο δεύτερο κεφάλαιο, τονίζοντας ότι “Κάθε Κράτος πρέπει..…… να αναπτύσσει και να εφαρμόσει ή να διατηρήσει αποτελεσματικές και συντονισμένες πολιτικές κατά της διαφθοράς, οι οποίες προάγουν τη συμμετοχή της κοινωνίας και αντανακλούν τις αρχές του κράτους δικαίου, την ορθή διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων και της δημόσιας περιουσίας, της ακεραιότητας, της διαφάνειας και υπευθυνότητας”.
Με την ποινική Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά τα συμβαλλόμενα Κράτη ανέλαβαν επιπλέον, την υποχρέωση της ίδρυσης και στελέχωσης Ειδικών Σωμάτων ή Αρχών για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Υλοποίηση αυτής, αποτέλεσε η Ίδρυση, το έτος 1999, της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, κατ΄ αρχήν για την αντιμετώπιση της «αστυνομικής διαφθοράς» και στη συνέχεια, με τους νόμους 3103/2003 και 3938/2011 της διαφθοράς ως κατάχρηση δημόσιας εξουσίας χάριν του ιδιωτικού οφέλους, δηλ. για αξιόποινες πράξεις δημοσίων λειτουργών, προσώπων που παρέχουν δημόσια Υπηρεσία, ξένων δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων ή αξιωματούχων της Ε.Ε., αλλά και ιδιωτών –επιχειρηματιών.
Με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, η Χώρα μας εξέφρασε με έντονο τρόπο τις πρακτικές που αποσκοπούν στην πρόληψη της διαφθοράς (μικρής και μεγάλης) όπως είχε δεσμευτεί με την Κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (ν. 3666/2008).
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, άνοιξε νέους δρόμους στον αγώνα κατά της διαφθοράς, αρχικά με την αντιμετώπισή της στο Αστυνομικό Σώμα και στη συνέχεια σε όλο το Δημόσιο Τομέα.
Σήμερα η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, είναι από τους λίγους Οργανισμούς ακεραιότητας με ευρεία δικαιοδοσία και εφαρμογή διεθνούς τεχνογνωσίας για την εξειδικευμένη έρευνα αξιοποίνων πράξεων, διαφθοράς, προστασίας περιουσιακών δικαιωμάτων και αντιμετώπισης προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η (αξιόποινη) συνεργασία κρατικών οργάνων με εγκληματικές επιχειρήσεις (illegal enterprises), ή/και δίκτυα, συνιστά υποκατάσταση της κρατικής δομής από τη δομή και δράση των οργανωμένης μορφής εγκληματικών δικτύων.
Η πλέον γνωστή τυπολογία της διαφθοράς περιλαμβάνει διάφορες διαστάσεις, από την διαφθορά perse (π.χ. δωροδοκία, λήψη υλικού κέρδους), μέχρι την κατάχρηση εξουσίας (Shakedowns), την “προστασία” παράνομων δραστηριοτήτων, την άμεση εγκληματική δραστηριότητα και την ακραία μορφή της “διαδικασίας της διαφθοράς” δηλ. την υπερβολική χρήση βίας και την σεξιστική ή ρατσιστική συμπεριφορά.
Κάθε ένα από αυτά τα σημεία, μπορεί να συνδυαστεί με ένα ακόμη ή περισσότερα, αλλά και τις πράξεις και τους φορείς που εμπλέκονται, τους κανόνες που παραβιάζονται, τον βαθμό ανοχής, αδρανείας ή παραβατικής συμμετοχής από το όργανο που ενεργεί, τον βαθμό οργάνωσης των πρακτικών που αποκλίνουν και της αντίδρασης του φορέα.
Η έρευνα για την συμμετοχή δημοσίων οργάνων σε αξιόποινες πράξεις που χωροταξικά κατηγοριοποιούνται στις παραπάνω κατηγορίες, συνεισφέρει στην κατανόηση του φαινομένου και στην υπεύθυνη διαχείριση του πραγματολογικού υλικού, με σκοπό το ξερίζωμα συμπεριφορών όπως η δυσανεξία της διαφθοράς, ηamoral συμπεριφορά, η αυθαιρεσία και η βαρβαρότητα που υπονομεύουν την συνολική νομιμότητα της επιβολής του κράτους δικαίου.
Η Υπηρεσία, διευκρινίζει ότι για την συλλογή και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, εφαρμόζεται το κριτήριο της απόδειξης “πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας” και τα αποτελέσματα εδράζονται στην αυτοτελή αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και από μια δέσμη. ενδείξεων ή αμάχητων τεκμηρίων επαρκούς βαρύτητας, ακρίβειας και συγχρονισμού γεγονότων.
Εξειδικευμένες μέθοδοι έρευνας και αντιμετώπισης του φαινομένου έχουν ευρεία εφαρμογή. Έτσι,o“Προληπτικός έλεγχος” και “ανίχνευση περιστατικού” συνδέονται με την στρατηγική ανάλυση (περιγραφή κατάστασης, εκτίμηση κινδύνου), επιχειρησιακή ανάλυση (ανάλυση εγκληματικού δικτύου εγκλήματος, σκιαγράφηση προφίλ και συμπεριφοράς δραστών), την έρευνα με βάση την επεξεργασμένη πληροφορία, την στατιστική ανάλυση, ανάδειξη των τάσεων, ροπή κατεύθυνσης και συγκεκριμένων συμπεριφορών, αλλά και την εφαρμοζόμενη στα σύγχρονα διωκτικά Σώματα, “enterprise theory of investigation” (διάγνωση των συναφειών: δηλ. ανίχνευση διασύνδεσης προσώπων και ομάδων).
Στο πλαίσιο αυτό, ερευνώνται ειδικά αξιόποινες συμπεριφορές προσώπων από τομείς και σημεία που είναι ευάλωτα σε διαφθορά (Υπηρεσίες Υγείας, Οικονομικές Υπηρεσίες, Τομέας ασφαλιστικών Εταιριών), Αστυνομικές Υπηρεσίες, “οικονομία της νύκτας”- μπαρ, κέντρα διασκέδασης, παράνομα παίγνια- ενεχυροδανειστήρια καθώς και αυτές που ενέχουν Ξέπλυμα χρήματος (logistics και μεταφορές όταν εξυπηρετούν λαθρεμπόριο).
ΚΥΡΙΟΙ ΑΞΟΝΕΣ
Η δραστηριότητα της Υπηρεσίας, τελεί υπό Κοινοβουλευτική Εποπτεία. Ο Διοικητής της Υπηρεσίας, ορίζεται από τον Υπουργό, μετά από Γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η επιλογή του λοιπού Προσωπικού γίνεται με αυστηρά κριτήρια ακεραιότητας που αναφέρονται στο νόμο.
Την διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας, μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, εγγυάται η Εποπτεία του ανακριτικού έργου της Υπηρεσίας από ανώτερο Εισαγγελικό λειτουργό (Εισαγγελέα Εφετών).
Η λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων δίνει προτεραιότητα στις «στρατηγικές ελέγχου» - «Control strategies» δηλαδή με τις επεμβάσεις ελέγχου στην Ελληνική Αστυνομία και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, χωρίς να παραβλέπει και τις «κατευθυντήριες στρατηγικές¬» (προληπτική δράση).
Η λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων διευκολύνεται με τη χρήση ειδικών μεθόδων δράσης (ανακριτικών, δικονομικών) όπως:
• Ηλεκτρονική διαχείριση εισερχομένων πληροφοριών (και μέσω τ/φ γραμμής «hot line») και ανάλυσης αυτών
• Ταξινόμηση και παρακολούθηση των μέτρων που λαμβάνονται
• Ενθάρρυνση και προστασία μαρτύρων, (wistlesblowers program)
• Ανακριτική διείσδυση
• Άρση απορρήτου επικοινωνιών
• Απαγόρευση της κίνησης τραπεζικών λογαριασμών
• Ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων
• Ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ - ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων έχει τοπική αρμοδιότητα σε όλη τη Χώρα, υπάγεται απευθείας στον Αρχηγό της Αστυνομίας και διαρθρώνεται σε πέντε (5) Τμήματα:
-Τμήμα Διαχείρισης Πληροφοριών και Στρατηγικής
-Τμήμα Ειδικών Υποθέσεων
-Τμήμα Ερευνών και Δίωξης
-Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης
-Τμήμα Παραλαβής και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
-Παράρτημα της Υπηρεσίας, λειτουργεί στην Βόρειο Ελλάδα, ως Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων.
Η ίδρυση και λειτουργία της Υπηρεσίας αποσκοπεί:
• Στην δημιουργία Υπηρεσίας υψηλών επιδόσεων
• Στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων στον πολίτη Υπηρεσιών
• Στην καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, συνεργασίας και αμοιβαιότητας με το σύνολο των Υπηρεσιών και των πολιτών
• Στον εντοπισμό κάθε παθογένειας και αστοχίας στην ακολουθούμενη διαδικασία και υποβολή προτάσεων για θεραπεία
• Στην προστασία της ακεραιότητας των νομίμως ενεργούντων οργάνων.
• Στη δυνατότητα αποκάλυψης παράνομων, διεφθαρμένων, απατηλών ή βλαπτικών πρακτικών σε φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, που προσβάλουν το δημόσιο συμφέρον, άτομα ή οργανισμούς.
Ειδικές διατάξεις:
• Εποπτεία από Εισαγγελέα Εφετών (ανώτερος δικαστικός λειτουργός)
• Πρόβλεψη για αυστηρή τήρηση καθήκοντος εχεμύθειας
• Απρόσκοπτη πρόσβαση στα αρχεία Υπηρεσιών και Επιχειρήσεων.
• Ανάληψη εξειδικευμένων ερευνών για εγκλήματα διαφθοράς
• Έρευνα σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, ύστερα από καταγγελία ή βάσιμη υπόνοια
• Άρση απορρήτου (επιστολών - τηλεφωνικής επικοινωνίας - τραπεζικού)
• Παύση ισχύος φορολογικού απορρήτου όταν ενεργείται έρευνα
• Προσαγωγή μαρτύρων - υπόπτων στην έδρα
• Καταγραφή σχετικών πράξεων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου εικόνας ή άλλα τεχνικά μέσα και η χρησιμοποίηση τους ως αποδεικτικού υλικού
• Άρση του αδίκου της πράξεως, ύστερα από ειδική εντολή – Πράξη του Διοικητού της Υπηρεσίας και έγκριση του Εισαγγελικού Λειτουργού.
• Απαλλαγή από καθημερινά έργα διοικητικής φύσεως
• Εξειδικευμένη μεθοδολογία - Εστίαση στις έρευνες.
Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διέπεται από:
• Λειτουργία με νεωτεριστική δομή και οργάνωση
• Αυτοτέλεια (υπαγωγή στο Ανώτατο Όργανο της Ιεραρχίας)
• Προικοδότηση με αυξημένες εξουσίες και αρμοδιότητες
• Χρήση προηγμένων τεχνικών έρευνας (ηχογραφήσεις, βιντεοσκοπήσεις, άρση απορρήτων, απαγόρευση κίνησης λογαριασμών)
• Μυστική (καλυμμένη) αστυνομική έρευνα (undercover agents)
• Ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων - «προφίλ» υπόπτου
• Παράκαμψη γραφειοκρατικών αγκυλώσεων
• Αυστηρή επιλογή Προσωπικού.
Η παρουσίαση του έργου της Υπηρεσίας, μέσω της Έκθεσης του έτους 2012, η συγκριτική αξιολόγηση στοιχείων κατ΄ έτος και η εμφανής τάση αυξητικής απόδοσης των επιδόσεών της είναι αρκούντως κατατοπιστική και εμφανής.
Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει να παρουσιάσει, διαχρονικά, μία σταθερή πορεία με αυξητική τάση, αναφορικά με το συνδυασμό διαχείρισης υποθέσεων (πληροφοριών - καταγγελιών) και αποτελέσματος (σχηματισμού δικογραφιών και εν τέλει άσκηση ποινικών διώξεων).
Ειδικότερα στον τομέα των καταγγελιών που αφορούν σε υπαλλήλους διαφόρων Τομέων του Δημοσίου παρατηρείται αλματώδης αύξηση, ειδικότερα τα έτη 2012 και 2013 πράγμα που καταδεικνύει την αυξανόμενη εμπέδωση στη συνείδηση των πολιτών της αποτελεσματικότητας της Υπηρεσίας σε φαινόμενα διαφθοράς όχι μόνο για το Σώμα της Αστυνομίας αλλά και σε όλο το Δημόσιο Τομέα.
Αναφορικά με τους υπαλλήλους του Δημοσίου ως προβληματικές περιοχές παρεχομένων υπηρεσιών του Δημοσίου με τα περισσότερα καταγγελλόμενα κρούσματα διαφθοράς, αναδεικνύονται, το 2012 σε σχέση με το 2011, οι 152 (116 το 2011)από Υπηρεσίες Ο.Τ.Α., 63 (6 το 2011) από Υπηρεσίες Περιφέρειας, 62 (31 το 2011) από Οικονομικές Υπηρεσίες, 60 (56 το 2011) από Υπηρεσίες Υγείας και 43 (15 το 2011) από Υπουργεία.
Πέραν όμως της γενικής επισκόπησης στοιχείων που μπορούν να καταδείξουν την σύνολη εικόνα της Υπηρεσίας διαχρονικά, έχει σημασία να δούμε το τώρα και μέσα από αυτό, να επιχειρηθεί, με συγκεκριμένα δεδομένα και υπό το πρίσμα των κοινωνικο - οικονομικών αλλαγών κατά την τρέχουσα συγκυρία που έχουν επηρεάσει και το φαινόμενο «διαφθορά» σε όλες του τις εκφάνσεις, η ανίχνευση της περαιτέρω πορείας και της αποτελεσματικότητας της Υπηρεσίας ως κεντρικού κρατικού πυλώνα καταπολέμησης του φαινομένου.
Το έτος 2012, συγκριτικά με το έτος 2011, τα στοιχεία ως προς την αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων έχουν ως εξής:
• Αύξηση των καταγγελιών γενικά κατά31%
• Αύξηση των καταγγελιών που αφορούν αστυνομικούς κατά22%
• Αύξηση των καταγγελιών που αφορούν δημόσιους Υπαλλήλους κατά 97%
• Αύξηση στα αυτόφωρα κατά 24%
• Αύξηση στις συλλήψεις κατά 31%
• Αύξηση στις ποινικές διώξεις κατά 4%.
Παρατίθενται αναλυτικά εξιχνιασθείσες υποθέσεις με την διαδικασία του αυτοφώρου και οι πραγματοποιηθείσες συλλήψεις, που αποτελούν τον πυρήνα της αποτελεσματικότητας οποιασδήποτε διωκτικής Υπηρεσίας:
• 32 Υποθέσεις που εφαρμόστηκε η διαδικασία του αυτοφώρου εκ των οποίων οι 17 αφορούν την Αστυνομία και οι 12 τον Δημόσιο Τομέα.
• 53 Συλλήψεις με τη διαδικασία του αυτοφώρου εκ των οποίων 15 Αστυνομικοί, 5 Ειδικοί Φρουροί, 14 Υπάλληλοι Δημοσίου, 19 Ιδιώτες.
Συμπέρασμα:
Οι τρείς πτυχές ενός ολιστικού προγράμματος καταπολέμησης; της διαφθοράς περιλαμβάνουν : α) τη σαφή θέση στο ηγετικό επίπεδο ότι σε κάθε περίπτωση έχει υιοθετηθεί η πολιτική της μηδενικής ανοχής, β) τον εκ των προτέρων προσδιορισμό των κινδύνων διαφθοράς και την πραγματοποίηση εσωτερικών ελέγχων για την πρόληψη και τον εντοπισμό δυνητικά προβληματικών σημείων, γ) την ανάπτυξη και διεργασία αντιδραστικών πρωτοκόλλων στις περιπτώσεις υποψίας περί ύπαρξης συμπεριφορών διαφθοράς.
Η οικοδόμηση ισχυρών θεσμών αποτελεί κεντρική πρόκληση και είναι το κλειδί για τον έλεγχο της διαφθοράς. Αν και υπάρχουν πολλά παραδείγματα και καλές πρακτικές επιτυχημένων προσπαθειών σε συγκεκριμένα όργανα, είναι εξίσου σαφές ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς, θα πραγματοποιηθεί με σχεδιασμό και ισχυρή βούληση, συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο μιας διαφανούς διαδικασίας, και την ισχυροποίηση ελεγκτικών μηχανισμών με την χρήση των νέων εργαλείων και προσεγγίσεων. Αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από μια μεταρρυθμιστική αλλαγή στο χειρισμό των υποθέσεων με αυστηρή τήρηση της νομιμότητας, της εφαρμογής των κανόνων, της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Οι έρευνες για τη διαφθορά αποτελούν μια κρίσιμη απάντηση σε μερικές από τις προκλήσεις που έχουν ήδη επισημανθεί. Οι προσπάθειες για τον έλεγχο ή την πρόληψη πρέπει να θεωρηθούν ως θετική εξέλιξη, και είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι στρατηγικές πρόληψης και ελέγχου με αυξημένη χρήση ειδικών τεχνικών, καθιστούν ρεαλιστικό τον στόχο για εξάλειψη των διεφθαρμένων πρακτικών.
Η πολυμορφία, η έκταση, αλλά και ο οργανωμένος και διασυνοριακός ή υπερεθνικός (“transnational”) πολλές φορές χαρακτήρας του φαινομένου της διαφθοράς, επιβάλλουν για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, τον εμπλουτισμό της εθνικής στρατηγικής με στοιχεία από τη διεθνή εμπειρία.
Εξ άλλου η επιτυχής κατάστρωση πλάνων αντιμετώπισης του προβλήματος και ο σχεδιασμός δημιουργίας δομών συνολικής συμμόρφωσης προϋποθέτει καλό επίπεδο συντονισμού όλων των διαφορετικών παραγόντων και οργάνων που τη συνθέτουν, ώστε η σύμπραξη των φορέων κατά της διαφθοράς να παρουσιάζει ομοιογένεια, συγχρονισμό και αποτελεσματικότητα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ανεξάρτητα από τα πολλά σημαντικά κοινωνικά και οργανωτικά προβλήματα που υπάρχουν, μια στρατηγική για επιτυχή έλεγχο της διαφθοράς και μεταρρύθμισης των δημοσίων Υπηρεσιών, μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αυτό δεν αποτελεί γενική δήλωση προθέσεων αλλά ρεαλιστική σύσταση που υποδηλώνει εφαρμογή νέας τακτικής με συνεχή επαγρύπνηση, εστίαση στην δεοντολογία και τα πρότυπα, διαφάνεια, λογοδοσία και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.-»
Τέλος, οι εισηγητές απάντησαν σε ερωτήματα συναδέλφων, εμπλουτίζοντας τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε πάνω στα επίκαιρα ζητήματα των εισηγήσεών τους.